- χοντρόπανο
- τό1) деревенский холст; 2) брезент
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χοντρόπανο — το, Ν χοντρό πανί … Dictionary of Greek
μπαγιέτο — και μπαλιέτο και μπαγέτο, το ναυτ. χοντρόπανο ή πλέγμα φθαρμένων σχοινιών για πρόχειρη έμφραξη οπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. paillet] … Dictionary of Greek